ΘΕΜΑ Β
Ι. α) Η ενδοκρινής μοίρα των όρχεων παράγει τις αντρικές ορμόνες. Σημαντικότερη από τις ορμόνες αυτές είναι η τεστοστερόνη.
Η ενδοκρινής μοίρα των ωοθηκών παράγει ορμόνες όπως οιστρογόνα και προγεστερόνη. (Σχολικό Βιβλίο, σελ. 204-205)
β) Η έκκριση τεστοστερόνης αυξάνεται σημαντικά κατά την εφηβεία (13ο με 15ο έτος της ηλικίας)
Κατά την εφηβεία (11ο με 13ο έτος της ηλικίας) οι ωοθήκες αρχίζουν να παράγουν οιστρογόνα και προγεστερόνη. (Σχολικό Βιβλίο, σελ. 204-205)
γ) Η τεστοστερόνη είναι υπεύθυνη και για τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του φύλου που εμφανίζονται κατά την εφηβεία: γενειάδα, τριχοφυΐα στις μασχάλες και στην περιοχή των γεννητικών οργάνων, μεγαλύτερη ανάπτυξη των μυών και επιμήκυνση των φωνητικών χορδών, που προκαλεί αλλαγή στη φωνή. (Σχολικό Βιβλίο, σελ. 204)
δ) Οι όρχεις και οι ωοθήκες χαρακτηρίζονται ως μεικτοί αδένες γιατί έχουν τόσο ενδοκρινή όσο και εξωκρινή μοίρα. Η εξωκρινής μοίρα στους όρχεις παράγει τα σπερματοζωάρια, ενώ στις γυναίκες τα ωάρια. (Σχολικό Βιβλίο, σελ. 204-205)
====
ΙΙ. α) Οι σωματικές ή γενικές αισθήσεις είναι : θερμοκρασία, αφή, πίεση και πόνος. Στο δέρμα, περιέχονται υποδοχείς της αφής, της πίεσης, του πόνου και της θερμοκρασίας (του θερμού και του ψυχρού). (Σχολικό Βιβλίο, σελ. 155, 172)
β) Οι υποδοχείς του πόνου είναι συνήθως ελεύθερες νευρικές απολήξεις κατανεμημένες στο δέρμα και σε εσωτερικά όργανα (π.χ. στα
οστά, στους μυς, στα αγγεία) εκτός από τον εγκέφαλο. Διεγείρονται από την καταστροφή των ιστών από μηχανικά ή άλλα αίτια (θερμότητα, χημικές ενώσεις). (Σχολικό Βιβλίο, σελ. 172)
γ) Ο αριθμός των διάφορων ομάδων υποδοχέων διαφέρει σημαντικά. Για παράδειγμα, οι υποδοχείς του πόνου στο δέρμα είναι τριάντα φορές περισσότεροι από τους υποδοχείς του ψυχρού. Συγκεκριμένες περιοχές του δέρματος περιέχουν μεγαλύτερο αριθμό υποδοχέων για μια αίσθηση από όσους κάποιες άλλες περιοχές. Στα χείλη εμφανίζεται μεγαλύτερη συγκέντρωση υποδοχέων αφής από ό,τι στην πλάτη. (Σχολικό Βιβλίο, σελ. 172)
===========
ΘΕΜΑ Δ
Ι. Τα κύτταρα του νευρικού ιστού είναι δύο ειδών, τα νευρικά κύτταρα ή νευρώνες και τα νευρογλοιακά κύτταρα.
Οι νευρώνες, που αποτελούν τη δομική και λειτουργική μονάδα του νευρικού συστήματος, έχουν την ιδιότητα να αντιδρούν σε συγκεκριμένες μεταβολές του περιβάλλοντος, όπως είναι η μεταβολή της θερμοκρασίας, της πίεσης, της έντασης του φωτός, του pH κ.ά. Κάθε νευρώνας αποτελείται από το κυτταρικό σώμα που περιέχει τον πυρήνα και τα οργανίδια του κυττάρου και από τις αποφυάδες που διακρίνονται στους δενδρίτες και στο νευράξονα ή νευρίτη. Οι δενδρίτες είναι συνήθως μικρές σε μήκος αποφυάδες με πολλές διακλαδώσεις. Ο νευράξονας ή νευρίτης έχει μήκος που σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνει το ένα μέτρο. Διακλαδίζεται σε πολλές μικρές απολήξεις, καθεμία από τις οποίες καταλήγει σε ειδικό άκρο, το τελικό κομβίο.
Διακρίνονται, ανάλογα με τη λειτουργία που επιτελούν σε αισθητικούς, κινητικούς και ενδιάμεσους ή συνδετικούς. Οι αισθητικοί νευρώνες μεταφέρουν μηνύματα από τις διάφορες περιοχές του σώματος στο νωτιαίο μυελό και στον εγκέφαλο. Αντίθετα, οι κινητικοί νευρώνες μεταφέρουν τα μηνύματα από τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό στα εκτελεστικά όργανα, τα οποία απαντούν είτε με σύσπαση (μύες) είτε με έκκριση ουσιών (αδένες). Τέλος, οι ενδιάμεσοι ή συνδετικοί νευρώνες βρίσκονται αποκλειστικά στον εγκέφαλο και στο νωτιαίο μυελό και κατευθύνουν τα μηνύματα που προέρχονται από τους αισθητικούς νευρώνες στις κατάλληλες περιοχές του εγκεφάλου ή του νωτιαίου μυελού, ενώ μεταφέρουν επίσης τα μηνύματα από μία περιοχή του εγκεφάλου ή του νωτιαίου μυελού σε μία άλλη και τελικά στους κατάλληλους κινητικούς νευρώνες.
Τα νευρογλοιακά κύτταρα είναι πολύ περισσότερα από τους νευρώνες και έχουν βοηθητικό ρόλο. Έχουν ποικίλα σχήματα και ειδικές λειτουργίες. Τα βοηθητικά αυτά κύτταρα προμηθεύουν με θρεπτικά συστατικά τους νευρώνες, χρησιμεύουν στην απορρόφηση και απομάκρυνση των άχρηστων ουσιών από αυτούς, ενώ τα νευρογλοιακά κύτταρα, που περιβάλλουν το νευράξονα των περισσότερων από τους νευρώνες, συμβάλλουν στη μόνωση του και στην επιτάχυνση της μεταφοράς της νευρικής ώσης. (Σχολικό Βιβλίο, σελ. 13, 139-140)
ΙΙ. Το αίμα θεωρείται από τους περισσότερους ερευνητές ως ιδιαίτερος τύπος συνδετικού ιστού. Με γυμνό μάτι φαίνεται να είναι ένα απλό υγρό. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για έναν πολύ εξειδικευμένο ιστό, ο οποίος αποτελείται από πολλά είδη κυττάρων, τα οποία αιωρούνται σ' ένα υγρό, το πλάσμα. Τα κύτταρα του αίματος διακρίνονται σε τρεις ομάδες και είναι τα ερυθρά αιμοσφαίρια ή ερυθροκύτταρα, τα λευκά αιμοσφαίρια ή λευκοκύτταρα και τα αιμοπετάλια. Όλα αυτά τα κύτταρα αποτελούν τα έμμορφα συστατικά του αίματος.
- Τα ώριμα ερυθρά αιμοσφαίρια έχουν χαρακτηριστικό σχήμα αμφίκοιλου δίσκου και είναι παχύτερα στην περιφέρεια απ' ό,τι στο κέντρο. Το σχήμα τους αυτό οφείλεται στην απουσία πυρήνα. Το κυτταρόπλασμα τους περιέχει κυρίως αιμοσφαιρίνη, η οποία τους δίνει το χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα. Η αιμοσφαιρίνη είναι μία εξειδικευμένη πρωτεΐνη, υπεύθυνη για τη μεταφορά του οξυγόνου.
- Τα λευκοκύτταρα είναι εμπύρηνα και έχουν σημαντικό ρόλο στην άμυνα του οργανισμού.
- Τα αιμοπετάλια είναι θραύσματα κυττάρων. Έχουν σχήμα ακανόνιστο, στερούνται πυρήνα και είναι άχρωμα. Τα αιμοπετάλια παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της πήξης του αίματος. (Σχολικό Βιβλίο, σελ. 11, 59, 61-62)
Σχολιάστε...